- νεανίσκος
- ὁ νεανίσκος (совсем) молодой человек, юноша
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
νεάνισκος — youth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… … Dictionary of Greek
νεανίσκος — νεᾱνίσκος , νεανίσκος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκω — νεάνισκος youth masc nom/voc/acc dual νεάνισκος youth masc gen sg (doric aeolic) νεᾱνίσκω , νεανίσκος masc nom/voc/acc dual νεᾱνίσκω , νεανίσκος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκοιν — νεάνισκος youth masc gen/dat dual νεᾱνίσκοιν , νεανίσκος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκοις — νεάνισκος youth masc dat pl νεᾱνίσκοις , νεανίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκοισι — νεάνισκος youth masc dat pl (epic ionic aeolic) νεᾱνίσκοισι , νεανίσκος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκοισιν — νεάνισκος youth masc dat pl (epic ionic aeolic) νεᾱνίσκοισιν , νεανίσκος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκου — νεάνισκος youth masc gen sg νεᾱνίσκου , νεανίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκους — νεάνισκος youth masc acc pl νεᾱνίσκους , νεανίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκων — νεάνισκος youth masc gen pl νεᾱνίσκων , νεανίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)